πανδοκεῖα

πανδοκεῖα
πανδοκεῖον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πανδοκεία — πανδοκείᾱ , πανδόκεια hostess fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc/acc dual πανδοκείᾱ , πανδοκεία trade of an innkeeper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδόκεια — hostess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδοκεία — ἡ, Α [πανδοκεύς] το έργο τού πανδοκέως, τού ξενοδόχου …   Dictionary of Greek

  • πανδόκεια — και πανδόκια, ή, Α [πανδοκεύς] η ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου, η ξενοδόχος …   Dictionary of Greek

  • πανδοκείαν — πανδοκείᾱν , πανδοκεία trade of an innkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …   Dictionary of Greek

  • πανδόκευσις — ἡ, Α [πανδοκεύω] το έργο τού ξενοδόχου, η πανδοκεία* …   Dictionary of Greek

  • πανδόκια — ή, Α βλ. πανδόκεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”